- κερχνῶδες
- κερχνώδηςroughmasc/fem voc sgκερχνώδηςroughneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερχνώδης — κερχνώδης, ῶδες (Α) [κέρχνος)ΙΙ)] 1. τραχύς, όχι λείος, ανώμαλος στην επιφάνεια («ἀγγεῑα κερχνώδη» ανάγλυφα αγγεία) 2. βραχνός 3. αυτός που προξενεί βραχνάδα («βρῶμα κερχνῶδες» τροφή που φέρνει βραχνάδα, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek